- κλινοθερμαντήρας
- ο, και κλινοθερμαντήριο, τοσυσκευή με την οποία θερμαίνεται η κλίνη με ζεστό νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + θερμαντήρας < θερμαίνω. Ο τ. κλινοθερμαντήριο < κλίνη + θερμαντήριο < θερμαντήρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.